κυπρίνων

κυπρίνων
κύπρινον
made from the flower of
neut gen pl
κύπρινος
made of copper
fem gen pl
κύπρινος
made of copper
masc/neut gen pl
κυπρί̱νων , κυπρῖνος
carp
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • κυπρινοκαλλιέργεια — η ζωοτ. συστηματική εκτροφή κυπρίνων …   Dictionary of Greek

  • κυπρινοτροφία — η κλάδος τής ιχθυολογίας που έχει ως αντικείμενο τη διατροφή τών κυπρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • αβραμίς — (abramis). Γένος ψαριών του γλυκού νερού. Ανήκουν στην οικογένεια των κυπρίνων. Το κεφάλι τους είναι μικρό και το προστιαλτικό στόμα τους δεν έχει μουστάκια. Η ράχη τους είναι μαυροπράσινη, τα πλευρά γκριζογάλανα και η κοιλιά τους άσπρη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”